- δόντι
- το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν)1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι3. φρ. α) «βγάζει ή αλλάζει δόντια» — για παιδιά που βγάζουν τα πρώτα δόντιαβ) «σκάζουν τα δόντια του» — αρχίζουν να φαίνονται τα δόντια τής πρώτης οδοντοφυΐαςγ) «έχει γερό δόντι ή δόντια» ή «κόβει το δόντι του» — έχει γερά μέσα, ισχυρές γνωριμίεςδ) «τού 'τριξα τα δόντια» — τόν απείλησαε) «δεν είναι για τα δόντια σου» — δεν είσαι ικανός, άξιος να τό απολαύσειςστ) «με την ψυχή στα δόντια» — ξεθεωμένος, μισοπεθαμένοςζ) «τού μίλησα έξω από τα δόντια» — απερίφραστα, απροκάλυπταη) «τού πονάει το δόντι» — είναι ερωτευμένοςθ) «δεν έχει να ξύσει το δόντι του» — είναι τελείως άποροςι) «η ψυχή του πήγε στα δόντια του» — φοβήθηκε υπερβολικάια) «με τα δόντια» ή «με νύχια και με δόντια» — με απεγνωσμένες προσπάθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < οδόντιον, υποκορ. τού αρχ. οδούς*].
Dictionary of Greek. 2013.